- αίθριος
- -ια, -ιο (Α αἴθριος, -ία, -ιον)1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, τοαρχ.1. αυτός που προκαλεί την αιθρίαλέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά2. ως επίθ. τού Διός3. διάφανος, διαυγής: «αἴθριος πάγος» (Σοφοκλής)4. υπαίθριος, ψυχρός, παγερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶθρος αἰθήρ*.ΠΑΡ. αρχ. αἴθριονεοελλ.αιθριότητα.ΣΥΝΘ. υπαίθριοςαρχ.αἰθριοκοιτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.